Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ᾠδικὴ φωνή

См. также в других словарях:

  • ωδική — Η τέχνη του να τραγουδά κάποιος. Ειδικότερα, μάθημα της φωνητικής μουσικής, που διδάσκεται στα σχολεία της δημοτικής και της μέσης εκπαίδευσης. Γενικά η ω., όπως διδάσκεται στα ωδεία, είναι η τέχνη και η διδασκαλία του τραγουδιού. Απαιτεί… …   Dictionary of Greek

  • ωδική — η 1. το να μεταχειρίζεται κανείς έντεχνα την ανθρώπινη φωνή στο τραγούδι, η τέχνη του να τραγουδά κανείς. 2. η διδασκαλία του τραγουδιού, το μάθημα της φωνητικής μουσικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνασκώ — φωνασκῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. εκβάλλω δυνατές φωνές, φωνάζω ή μιλώ με οξεία και διαπεραστική φωνή μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) ασκώ τη φωνή μου στην ωδική και την απαγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ἀσκῶ (πρβλ. σωμ ασκῶ)] …   Dictionary of Greek

  • καντάτα — Μορφή μουσικής σύνθεσης ιταλικής προέλευσης, που επιβλήθηκε στις αρχές του 17ου αι. με δύο τύπους: την κοσμική κ. (ή δωματίου) και τη θρησκευτική (ή εκκλησιαστική) κ. Δημιουργήθηκε από την ανάγκη να αντιταχθεί η μονωδία και η ωδική απαγγελία στην …   Dictionary of Greek

  • ωδικός — ή, ό / ᾠδικός, ή, όν, ΝΜΑ [ᾠδή] ο επιδέξιος, ο ικανός στο να τραγουδά νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ωδική α) η τέχνη τού τραγουδιού β) το μάθημα τής φωνητικής μουσικής 2. φρ. «ωδικά πτηνά» πτηνά που έχουν μελωδική φωνή αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»